-
1 καταδάψαι
καταδάπτωdevour: aor inf actκαταδάψαῑ, καταδάπτωdevour: aor opt act 3rd sg -
2 κατα-δάπτω
κατα-δάπτω, zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Uebertr., καταδάπτεται ἦτορ Od. 16, 92.
-
3 καταδάπτω
A devour,μή με ἔα.. κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Il.22.339
;κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od.3.259
; of fire, consume, Q.S.1.2. Rev.Phil.46.129 ([place name] Isaura): metaph., καταδάπτετ' ἀκούοντος φίλον ἦτορ, like δαίεται ἦτορ, Od.16.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδάπτω
См. также в других словарях:
καταδάψαι — καταδάπτω devour aor inf act καταδάψαῑ , καταδάπτω devour aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδάπτω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek