-
1 καταγραφή
καταγράφωscratch: aor subj pass 3rd sgκαταγραφῆι, καταγραφεύςcataloguer: masc dat sg (epic ionic)καταγραφήdrawing: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καταγραφῇ
καταγράφωscratch: aor subj pass 3rd sgκαταγραφῆι, καταγραφεύςcataloguer: masc dat sg (epic ionic)καταγραφήdrawing: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 καταγραφη
ἥ1) записывание, запись или перечисление, перепись(ὀνομάτων Plut.)
2) список, регистр3) вычерчивание или чертеж(τῆς σφαίρας Diod.)
-
4 καταγραφή
καταγραφήdrawing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 καταγράφη
καταγράφωscratch: pres subj mp 2nd sgκαταγράφωscratch: pres ind mp 2nd sgκαταγράφωscratch: pres subj act 3rd sg -
6 καταγράφῃ
καταγράφωscratch: pres subj mp 2nd sgκαταγράφωscratch: pres ind mp 2nd sgκαταγράφωscratch: pres subj act 3rd sg -
7 καταγραφή
η1) запись, регистрация; перепись; 2) опись, инвентаризация -
8 καταγραφή
[катаграфи] ουσ θ запись. -
9 καταγραφή
καταγρᾰφ-ή, ἡ,A drawing, delineation,τῆς σφαίρας D.S.3.60
; drawing of maps, Ptol.Geog.1.2.5; ποιεῖσθαι τὴν τῆς οἰκουμένης κ. ib.1.4; of the celestial globe, Gem.5.45; diagram, figure, Ael.Tact.18.1, Simp.in Cael. 652.10.II list, register,ὀνομάτων Plu.2.492b
(pl.); esp. roll of soldiers, in pl., Plb.2.24.10, D.H.4.19; ἡ τῶν συνέδρων κ. the roll of the Senate, D.S.20.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγραφή
-
10 καταγραφή
κατα-γραφή, das Niederschreiben; bes. Einschreiben, Verzeichnen in Listen, Eintragung in Rechnungsbücher; Soldaten ausheben; αἱ καταγραφαί, die Soldatenlisten; τῆς χώρας, Landanweisung. Die Zeichnung, Beschreibung, bes. mathematischer Figuren; übh. Umriß, Entwurf -
11 καταγραφή
enregistrement -
12 καταγραφαί
καταγραφήdrawing: fem nom /voc pl -
13 καταγραφήν
καταγραφήdrawing: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 καταγραφήι
καταγραφῇ, καταγράφωscratch: aor subj pass 3rd sgκαταγραφεύςcataloguer: masc dat sg (epic ionic)καταγραφῇ, καταγραφήdrawing: fem dat sg (attic epic ionic) -
15 καταγραφῆι
καταγραφῇ, καταγράφωscratch: aor subj pass 3rd sgκαταγραφεύςcataloguer: masc dat sg (epic ionic)καταγραφῇ, καταγραφήdrawing: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 καταγραφής
καταγραφεύςcataloguer: masc nom plκαταγραφεύςcataloguer: masc nom /voc plκαταγραφήdrawing: fem gen sg (attic epic ionic)——————καταγράφωscratch: aor subj pass 2nd sgκαταγραφήdrawing: fem dat pl (epic) -
17 κατα-τομή
-
18 καταγραφαίς
-
19 καταγραφαῖς
-
20 καταγραφών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταγραφή — drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek
καταγραφή — η αναγραφή διάφορων αντικειμένων, καταχώριση, εγγραφή: Έγινε καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουόγραμμα — Καταγραφή της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου με γραφική παράσταση αποτελεσμάτων ακουομετρικής εξέτασης … Dictionary of Greek
καταγραφαῖς — καταγραφή drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφαί — καταγραφή drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφήν — καταγραφή drawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)