-
1 καταγομένη
κατάγωlead down: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κατάγωlead down: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καταγομένῃ
Βλ. λ. καταγομένη
См. также в других словарях:
καταγομένη — κατάγω lead down pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγομένῃ — κατάγω lead down pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χανανίτις — ίτιδος, ἡ, Μ 1. (για πρόσ.) γυναίκα κάτοικος ή καταγόμενη από τη Χαναάν 2. συνεκδ. ως επίθ. ευτελής, τιποτένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαναάν + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. Λιβαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
λάβδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη του Αμφίωνα, καταγόμενη από το γένος των Βακχιάδων. Επειδή ήταν άσχημη και κουτσή, δεν κατάφερε να βρει άντρα από το γένος της, όπως ήταν το έθιμο, οπότε ο πατέρας της αναγκάστηκε… … Dictionary of Greek
μαγνήτις — μαγνῆτις, ἡ (ΑM) [Μάγνης] μσν. φρ. «μαγνῆτις λίθος»,η, και «μαγνῆτις πέτρα» ή, απλώς, «μαγνῆτις» πυξίδα, μπούσουλας αρχ. 1. η κάτοικος τής Μαγνησίας ή η προερχόμενη ή καταγόμενη από τη Μαγνησία («Μαγνήτις ίππος», Πίνδ.) 2. φρ. «μαγνήτις λίθος» ή … Dictionary of Greek
σόρτχορν — η, Ν φρ. «φυλή σόρτχορν» ζωοτ. κρεατοπαραγωγός φυλή βοδιών καταγόμενη από τη βορειοδυτική Αγγλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shorthorn < short «κοντός» + horn «κέρατο»] … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Γαλάνη, Δήμητρα — (Αθήνα 1952 –). Τραγουδίστρια. Καταγόμενη από μεσοαστική οικογένεια, έδειξε από νωρίς την κλίση της στη μουσική. Υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο σε ηλικία 16 ετών στην Columbia μετά από υπόδειξη του συνθέτη Δήμου Μούτση, με το άλμπουμ του οποίου… … Dictionary of Greek
Μπασάνο — I (Bassano). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Κορσικανών φιλελλήνων. 1. Αντόνιο (; – Ναύπλιο 1836). Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και διορίστηκε διοικητής μικρού πολεμικού στόλου στον Αμβρακικό και στον Κορινθιακό κόλπο.… … Dictionary of Greek