-
1 καταγίγνομαι
A abide, dwell, ἐν [ Χρυσοχοείῳ] Test. ap. D.21.22, cf. Teles p.27 H., PMagd.9.3 (iii B.C.), LXX Ex.10.23, OGI666.14 (Egypt, i A.D.), etc.2 busy oneself about, be concerned with a thing,ἔν τινι Plb.31.29.6
;ἐν ἀριθμοῖς καὶ προσώποις A.D.Synt.226.28
(but κ. ἐν δοτικῇ to be constructed with the dative case, 298.10);ὑφ' ὧν καὶ δι' ὧν καὶ περὶ ὧν τὸ Χειρουργικὸν μέρος τῆς τέχνης καταγίνεται Gal.18(2).667
;περί τι Phld.Mus.p.40K.
, Arr.Epict.3.2.6;περὶ τὸ ποιὸν μᾶλλον ἢ τὸ ποσόν Ptol.Geog.1.1.4
, cf. S.E.M.4.1; τὴν γεωμετρίαν οὐ περὶ μεγέθη ἀλλὰ περὶ ποιότητα κ. Plot. 6.3.14;εἴς τι A.D.Synt.298.21
; πρός τι ib.280.15;πρὸς τὸ οἴκοι ἐνδιατρίβειν Agatharch.101
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγίγνομαι
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский