-
1 καταγεύομαι
καταγεύομαιtaste: pres ind mp 1st sg -
2 καταγεύομαι
2 Medic., examine, probe,τοῦ βάθους Heliod.
ap. Orib.46.11.13.II also as [voice] Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγεύομαι
-
3 καταγεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen -
4 καταγευσθείς
καταγεύομαιtaste: aor part mp masc nom /voc sg -
5 καταγευέσθω
καταγεύομαιtaste: pres imperat mp 3rd sg
См. также в других словарях:
καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω … Dictionary of Greek
καταγεύομαι — taste pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγευσθείς — καταγεύομαι taste aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγευέσθω — καταγεύομαι taste pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατάγευσις — κατάγευσις, ἡ (Α) [καταγεύομαι] η δοκιμή με τη γεύση … Dictionary of Greek