Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταγγελία

См. также в других словарях:

  • καταγγελία — καταγγελίᾱ , καταγγελία proclamation fem nom/voc/acc dual καταγγελίᾱ , καταγγελία proclamation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • καταγγελίᾳ — καταγγελίαι , καταγγελία proclamation fem nom/voc pl καταγγελίᾱͅ , καταγγελία proclamation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελία — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του καταγγέλλω, μήνυση στο δικαστήριο, κατάδοση: Έκανε ψεύτικες καταγγελίες. 2. η φράση «καταγγελία συνθήκης» ή «καταγγελία σύμβασης» σημαίνει ειδοποίηση του ενός από τους δύο που είχαν έρθει σε συνθήκη ή σύμβαση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγγελίας — καταγγελίᾱς , καταγγελία proclamation fem acc pl καταγγελίᾱς , καταγγελία proclamation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελίαν — καταγγελίᾱν , καταγγελία proclamation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελίαις — καταγγελία proclamation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγγελίῃσι — καταγγελία proclamation fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»