-
1 καταβοστρυχος
-
2 καταβόστρυχος
καταβόστρῠχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβόστρυχος
-
3 καταβόστρυχος
καταβόστρῡχος, καταβόστρυχοςwith flowing locks: masc /fem nom sg -
4 καταβόστρυχος
См. также в других словарях:
καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] … Dictionary of Greek
καταβόστρυχος — καταβόστρῡχος , καταβόστρυχος with flowing locks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek