-
1 καταβλωσκω
См. также в других словарях:
καταβλώσκω — (Α) 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω 2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλώσκω «έρχομαι»] … Dictionary of Greek
καταβλώσκοντα — καταβλώσκω go down pres part act neut nom/voc/acc pl καταβλώσκω go down pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλώσκοντι — καταβλώσκω go down pres part act masc/neut dat sg καταβλώσκω go down pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλώσκειν — καταβλώσκω go down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλώσκοντας — καταβλώσκω go down pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek
καταμολίσκω — (Α) καταβλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μολ ίσκω (< θ. μολ τού αορ. β ἔ μολ ον τού ρ. βλώσκω «έρχομαι» + επίθημα ίσκ ω)] … Dictionary of Greek