-
1 καταβεβριθυίαι
-
2 καταβεβριθυῖαι
См. также в других словарях:
καταβεβριθυῖαι — καταβεβρῑθυῖαι , καταβρίθω to be heavily laden perf part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταβεβριθυίαι
2 καταβεβριθυῖαι
καταβεβριθυῖαι — καταβεβρῑθυῖαι , καταβρίθω to be heavily laden perf part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)