Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατήρτητο

См. также в других словарях:

  • κατήρτητο — καταρτάω hang up plup ind mp 3rd sg (attic ionic) καταρτάω hang up imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτώ — καταρτῶ, άω (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῡ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.) 2. προσδένω, προσαρμόζω («χρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.) 3. σωφρονίζω 4. παθ. καταρτῶμαι, άομαι επανέρχομαι στις αισθήσεις μου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»