-
1 κατήρτητο
καταρτάωhang up: plup ind mp 3rd sg (attic ionic)καταρτάωhang up: imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) -
2 καταρτάω
A hang up, suspend, Plu.Rom.16;τὶ ἔκ τινος Id.Marc. 8
:—[voice] Pass., to be suspended, Arist.Pr. 874a18; κατήρτηντο βότρυσιν were hung thick with grapes, Luc.Am.12.II fasten, adjust, Χρῆμα κατηρτημένον a well-adjusted or convenient thing, Hdt.3.80; κατήρτητο became normal, recovered sense, Hp.Epid.1.26.ή; οὐδὲν -ημένον λέγειν to talk no connected sense, Id.Acut.(Sp.) 16:—later in [voice] Act.,τῇ θεῷ κατάρτησον σαυτήν Herod.1.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρτάω
См. также в других словарях:
κατήρτητο — καταρτάω hang up plup ind mp 3rd sg (attic ionic) καταρτάω hang up imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτώ — καταρτῶ, άω (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῡ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.) 2. προσδένω, προσαρμόζω («χρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.) 3. σωφρονίζω 4. παθ. καταρτῶμαι, άομαι επανέρχομαι στις αισθήσεις μου… … Dictionary of Greek