-
1 κατηριπον
-
2 κατήριπον
κατερείπωthrow: aor ind act 3rd plκατερείπωthrow: aor ind act 1st sg -
3 κατ-ερείπω
κατ-ερείπω (s. ἐρείπω), niederwerfen, niederreißen; ἃ (πόλις) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῠρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ τεῖχος κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., τεῖχος κατερήριπεν Il. 14, 55.
-
4 κατερειπω
Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)1) разрушать, сокрушать(κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὴ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.)
2) губить(τινά Plut.)
3) (с aor. 2) рушиться, погибать(τεῖχος κατερήριπεν Hom.)
κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. — он утонул -
5 κατερείπω,
κατ-ερείπω, u. κατ-ερειπόω, niederwerfen, niederreißen; übh. zu Grunde richten, einen Menschen; κατήριπον, intrans., niederfallen, hin-, zusammenstürzen -
6 κατερειπόω
κατ-ερείπω, u. κατ-ερειπόω, niederwerfen, niederreißen; übh. zu Grunde richten, einen Menschen; κατήριπον, intrans., niederfallen, hin-, zusammenstürzen
См. также в других словарях:
κατήριπον — κατερείπω throw aor ind act 3rd pl κατερείπω throw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek