Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατήριπον

См. также в других словарях:

  • κατήριπον — κατερείπω throw aor ind act 3rd pl κατερείπω throw aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»