-
1 κατήρης
κατήρηςfitted out: masc /fem acc pl (attic epic doric)κατήρηςfitted out: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)κατήρηςfitted out: masc /fem nom sg -
2 κατήρης
A fitted out, furnished with,χλανιδίοις E. Supp. 110
; ; δένδρεα.. καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.Th.69
; esp. of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT 1346.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατήρης
-
3 κατήρει
κατήρηςfitted out: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κατήρηςfitted out: masc /fem /neut dat sgκατήρεϊ, κατήρηςfitted out: dat sg (epic) -
4 κατήρη
κατήρηςfitted out: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κατήρηςfitted out: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κατήρηςfitted out: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 κατήρεε
κατήρηςfitted out: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
6 κατήρεος
κατήρηςfitted out: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
7 κατήρες
-
8 κατῆρες
См. также в других словарях:
κατήρης — fitted out masc/fem acc pl (attic epic doric) κατήρης fitted out masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κατήρης fitted out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… … Dictionary of Greek
κατήρει — κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κατήρης fitted out masc/fem/neut dat sg κατήρεϊ , κατήρης fitted out dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήρη — κατήρης fitted out neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατήρης fitted out masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατῆρες — κατήρης fitted out masc/fem voc sg κατήρης fitted out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήρεε — κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήρεος — κατήρης fitted out masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek