-
1 κατήντησεν
κατά-ἀντάωcome opposite to: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
2 κατήντησεν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατήντησεν
-
3 ἑκταῖος
-
4 καταντάω
+ V 0-1-0-0-4=5 2 Sm 3,29; 2 Mc 4,21.24.44; 6,14to come to, to arrive at [εἴς τι] 2 Mc 4,21; to come to [πρός τι] (metaph.) 2 Mc 6,14; to fall upon [ἐπί τινα] (of blood guiltiness) 2 Sm 3,29εἰς ἑαυτὸν κατήντησεν τὴν ἀρχιερωσύνην he got or gained the priesthood for himself 2 Mc 4,24 neol.?Cf. SPICQ 1978a, 414 -
5 καταντάω
καταντάω 1 aor. κατήντησα; pf. κατήντηκα 1 Cor 10:11 (ἀντάω ‘come opposite to, meet’; Aristot., Polyb., Diod S; ins, pap, LXX; En 17:6; TestSol 1:12 D; Jos., Ant. 3, 246)① to get to a geographical destination, come (to), arrive (at), reach, w. εἰς and acc. of place (Aristot., Dialog. Fgm. 11 Rose εἰς τοὺς λιμένας; Diod S 3, 34, 7; 12, 55, 5; PTebt 59, 3 [99 B.C.] εἰς τ. πόλιν Σοκονώφεως; InsPriene 112, 97 [I B.C.]; 2 Macc 4:21, 44) εἰς Ἰκόνιον Ac 13:51 D. εἰς Δέρβην 16:1. Cp. 18:19, 24; 21:7; 25:13 (w. ἀσπάζω; cp. ἀπήντησεν αὐτῷ κ. ἠσπάσατο Plut., Mor. 488e); 27:12; 28:13. ἄντικρυς Χίου off Chios 20:15.② to reach a condition or goal, fig. extension of 1 arrive at, attain, meet (cp. κατάντημα Ps 18:7)ⓐ arrive at someth., so that one comes to possess it, attain (to) someth. μέχρι καταντήσωμεν εἰς τ. ἑνότητα τ. πίστεως Eph 4:13 (εἰς as Polyb. 6, 9, 10; BGU 1101, 5 εἰς τ. αὐτὸν βίον). W. εἴς τι also Ac 26:7; Phil 3:11; εἰς πέπειρον κ. come to ripeness 1 Cl 23:4. ἕως θανάτου καταντῆσαι meet death Pol 1:2. W. ἐπί τι (Epicurus p. 63, 3 Us.; Diod S 1, 79, 2; Ammon., In Int. [Aristot.] p. 264, 22 B. κ. ἐπὶ τὸ ἔσχατον) ἐπὶ τὸν σκοπὸν κ. arrive at the goal, reach the goal 1 Cl 63:1. Likew. ἐπὶ τὸν βέβαιον δρόμον κ. 6:2.ⓑ The person does not come to someth., but someth. comes to the person (κ. εἰς as t.t. for the inheritance that comes to an heir: BGU 1169, 21 [10 B.C.]; POxy 75, 5; 248, 11; 274, 19. Cp. 2 Km 3:29). Of the word of God: ἢ εἰς ὑμᾶς μόνους κατήντησεν; or has it come to you alone? 1 Cor 14:36. On εἰς οὓς τὰ τέλη τ. αἰώνων κατήντηκεν 10:11 s. αἰών 2b end.—DELG s.v. ἄντα. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
κατήντησεν — κατά ἀντάω come opposite to aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… … Dictionary of Greek