Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατήνεμος

См. также в других словарях:

  • κατήνεμος — κατήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήνεμος (< ἄνεμος) το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ ήνεμος, υπ ήνεμος)] …   Dictionary of Greek

  • κατήνεμος — exposed to the wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήνεμον — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem acc sg κατήνεμος exposed to the wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηνέμοις — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήνεμοι — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • κατάνεμος — κατάνεμος, ον (Α) κατήνεμος, εκτεθειμένος στους ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. επ άνεμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»