Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατέχονται

  • 1 κατέχονται

    κατέχω
    hold fast: pres ind mp 3rd pl

    Morphologia Graeca > κατέχονται

  • 2 κατέχοντ'

    κατέχοντα, κατέχω
    hold fast: pres part act neut nom /voc /acc pl
    κατέχοντα, κατέχω
    hold fast: pres part act masc acc sg
    κατέχοντι, κατέχω
    hold fast: pres part act masc /neut dat sg
    κατέχοντι, κατέχω
    hold fast: pres ind act 3rd pl (doric)
    κατέχοντε, κατέχω
    hold fast: pres part act masc /neut nom /voc /acc dual
    κατέχονται, κατέχω
    hold fast: pres ind mp 3rd pl
    κατέχοντο, κατέχω
    hold fast: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > κατέχοντ'

  • 3 κατέχω

    κατ - έχω, fut. καθέξει, aor. 2 κατέσχον, pass. κατέχονται, ipf. κατείχετο, -έχοντο, mid. aor. κατέσχετο, part. κατασχομένη, aor. 2, parallel forms, κατέσχεθον, sync. κάσχεθε: I. act., hold down, Od. 24.242; hold fast, keep back, Il. 11.702, Od. 15.200; occupy, ‘fill,’ Il. 16.79; fig., of the earth holding down (within its depths) the buried dead, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει, Π , Il. 3.243; of the heavens held (obscured) by night, the moon by clouds, Od. 13.269, Od. 9.145.—II. mid., hold down upon or cover oneself or a part of oneself, Il. 3.419, Od. 19.361; stop, tarry, Od. 3.284.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατέχω

  • 4 κατέχω

    κατέχω impf. κατεῖχον; fut. καθέξω LXX, 3 pl. κατασχήσουσι (JosAs 16 [p. 64, 18 Bat. and cod. A]); 2 aor. κατέσχον. Pass.: fut. 2 pl. κατασχεθήσεσθε Ruth 1:13; aor. 3 sg. κατεσχέθη LXX (s. ἔχω; Hom.+). Trans. in all mngs. below, except 7.
    to prevent the doing of someth. or cause to be ineffective, prevent, hinder, restrain
    to hold someone back from going away hold back, hinder, prevent from going away (Hom. et al.; BGU 1205, 27 [28 B.C.]; 37, 6 [50 A.D.]; PFay 109, 11; Gen 24:56; cp. Jos., Ant. 7, 76; Just., A I, 45, 1) Hs 9, 11, 6. ὸ̔ν ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κ. whom I wished to keep with me Phlm 13. Foll. by gen. of the inf. w. article (B-D-F §400, 4) οἱ ὄχλοι κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπʼ αὐτῶν Lk 4:42.
    hold down, suppress τὶ someth. (γέλωτα X., Cyr. 2, 2, 1; Chariton 3, 7, 4 τ. λύπην; WCrum, Coptic Ostraca p. 4, 522=Dssm., LO 260 [LAE 306]=PGM II 233, no. O 1, 1–3 Κρόνος, ὁ κατέχων τὸν θυμὸν ὅλων τ. ἀνθρώπων, κάτεχε τ. θυμὸν Ὡρι; cp. II, 7, 935f, p 41; Jos., Vi. 233 τ. ὀργήν) τ. ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ stifle the truth by unrighteousness/ wickedness Ro 1:18 (cp. JFitzmyer, Ro [AB], ’93, 278; but s. 6 below).
    to prevent someone from exercising power, restrain, check (Thu. 6, 29, 3; Appian, Bell. Civ. 2, 149 §622 τοῦ δαίμονος κατέχοντος τὸ πέλαγος=divine power held the sea back until Alexander reached the other shore; PGiss 70, 3 [II A.D.] ἡ ἀναγραφὴ κατέσχεν ἡμᾶς μέχρι ὥρας ἕκτης) ἵνα μὴ κατέξω τ̣ὰ [προς]|τεταγμένα καὶ ἐπεικίμ̣[εν]α so that I might not delay (carrying out) the instructions and orders AcPl Ha 7, 14f. τὸ κατέχον (Themistocl., Ep. 13, 4) 2 Th 2:6 and ὁ κατέχων vs. 7 mean that which restrains and one who restrains, i.e. what prevents God’s adversary fr. coming out in open opposition to God, for the time being. In an effort to define κ. more specifically here, many interpreters have followed the exegesis of the ancient church (Tertullian) and taken τὸ κ. to be the Roman Empire and ὁ κ. the Emperor (OBetz, NTS 9, ’63, 276–91). An alternative view, as old as Theodore of Mops., but without sustained acceptance, would make τὸ κ. the preaching of Christian missionaries and ὁ κ. the apostle Paul (so OCullmann, Dodd Festschr. ’56, 409–21). These and other attempts to limit more precisely the mng. of these terms in 2 Th invite skepticism because of insufficient textual data (vs. 5 appears to imply in-house information). The concept of the temporary restraining of the forces of hell (cp. Rtzst., Poim. 27 late Egyptian prayer 6, 4 Horus as κατέχων δράκοντα=PGM 4, 994f; cp. 2770 Μιχαὴλ … κατέχων, ὸ̔ν καλέουσι δράκοντα μέγαν) does not appear to play any role here.—WBousset, D. Antichrist 1895; NFreese, StKr 93, 1921, 73–77; VHartl, ZKT 45, 1921, 455–75; WSchröder, D. 2. Thess. 1929, 8–15; DBuzy, RSR 24, ’34, 402–31; OCullmann, RThAM 1, ’38, 26–61; JSchmid, TQ 129, ’49, 323–43; OBetz, NTS 9, ’63, 276–91. Difft. CGiblin, Threat to Faith ’67, 167–242, a hostile power. S. also JTownsend, SBLSP 19, ’80, 233–46; RAus, JBL 96, ’77, 537–53; New Docs 3, 28.
    to hold back with design hold back τὶ someth. κ. ἐν μυστηρίῳ τὴν σοφὴν αὐτοῦ βουλήν hold back his wise plan as a secret Dg 8:10.
    to adhere firmly to traditions, convictions, or beliefs, hold to, hold fast (cp. the lit. sense λαμπάδας ἐν ταῖς χερσίν ParJer 3:2)
    keep in one’s memory (Theophr., Char. 26, 2, a word of Homer) εἰ κατέχετε if you hold it fast 1 Cor 15:2.
    hold fast, retain faithfully (X., Symp. 8, 26 τ. φιλίαν; TestJud 26:1 τ. ὁδούς) τὸν λόγον Lk 8:15. τὰς παραδόσεις guard the traditions 1 Cor 11:2. τὸ καλόν hold fast what is good 1 Th 5:21; Agr 11. τὴν παρρησίαν βεβαίαν κ. keep the confidence firm Hb 3:6; cp. vs. 14. κ. τὴν ὁμολογίαν ἀκλινῆ 10:23.
    to keep in one’s possession, possess (Ps.-Aristot., Mirabilia 159; 160; Polyb. 1, 2, 3; IMagnMai 105, 51 [II B.C.] ἵνα ἔχωσιν κατέχωσίν τε καρπίζωνταί τε; Ezk 33:24; Da 7:18, 22; Ath. 8:3) τὶ someth. Mt 21:38 v.l.; ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Cor 6:10 (DMealand [ZNW 67, ’76, 277–79] cites Ps.-Crates Ep. 7 Hercher=p. 58 no. 7, 8 Malherbe: ἔχοντες μηδὲν πάντʼ ἔχομεν, ὑμεῖς δὲ πάντʼ ἔχοντες οὐδὲν ἔχετε). Abs. 1 Cor 7:30.
    to keep within limits in a confining manner, confine
    in prison keep, confine (PFlor 61, 60; BGU 372 I, 16; Gen 39:20; Philo, Leg. All. 3, 21) pass. Χριστιανοὶ κατέχονται ὡς ἐν φρουρᾷ τῷ κόσμῳ they are confined in the world as in a prison Dg 6:7.
    by law: ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα having died to that by which we were bound Ro 7:6 (cp. PAmh 97, 17 οὐ κατασχεθήσομαι τῇ ὑποσχέσει; PRyl 117, 13).
    by disease (Diod S 4, 14, 5; Philo, Op. M. 71, Congr. Erud. Grat. 138; PSI 299, 3 κατεσχέθην νόσῳ; act., Jer 13:21; Jos., Vi. 48) Lk 4:38 D; J 5:4 v.l.
    to have a place as one’s own, take into one’s possession, occupy (Hdt. 5, 72 et al.; PAmh 30, 26 [II B.C.] τὴν οἰκίαν) τὸν ἔσχατον τόπον Lk 14:9 (cp. Philosoph. Max. 491, 69 τὸν κάλλιστον κατέχουσι τόπον; Jos., Ant. 8, 104). Cp. GPt 5:15.—AcPl Ha 5, 28 [κατ]ε̣ῖ̣χεν αὐτὰς ἔκστασις perh. means astonishment overcame them.
    lay claim to, legal t.t. Ro 1:18 (the point is that a claim is made for truth, which is denied in practice, cp. vss. 22f; s. FDanker, in Gingrich Festschr. 93. For a difft. interpr. see 1b above).
    hold course, nautical t.t., intr. (Hdt. 7, 188 κατέσχε ἐς τὸν αἰγιαλόν; Dicaearchus, Fgm. 85 W. εἰς Δῆλον κατέσχε; Polyb. 1, 25, 7; Philostrat., Vi. Apoll. 4, 13 p. 133, 5; 5, 18 p. 178, 13; cp. Jos., Ant. 1, 204) κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν they headed for the beach Ac 27:40.
    Perh. in the sense of determine (cp. προσέχω 2c) κατεχόντων εἰ ἄρα ἀληθῶς ἀπέθανεν AcPt Ox 849, 2f; s. ed.’s notes.—M-M. EDNT. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατέχω

  • 5 φρουρά

    φρουρά, ᾶς, ἡ (Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 18:43 P; Philo, Agr. 86 [=bodyguard]; Manetho 609 Fgm. 8, 77 p. 85, 12 Jac. [Jos., C. Ap. 1, 77]; Jos., Ant. 7, 104; Mel., P. 15, 98; Ath. 6, 1)
    the act or duty of guarding, guard-duty, service as sentinel (Lucian, Ver. Hist. 2, 23) φυλάσσειν κατὰ φρουράν stand guard as sentinel GPt 9:35 (κατά B 5bβ).
    site for detaining a pers. under guard, prison (Aeschyl., Prom. 143; BGU 1074, 4 [II A.D.]) in imagery (Pla., Phdr. 62b; Aelian, HA 4, 41) Χριστιανοὶ κατέχονται ὡς ἐν φρουρᾷ τῷ κόσμῳ Dg 6:7 (apparently in allusion to Pla. above).—Frisk. DELG s.v. φρουρός. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φρουρά

См. также в других словарях:

  • κατέχονται — κατέχω hold fast pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • γκέλα — η 1. (στο τάβλι) η περίπτωση κατά την οποία ο ένας παίκτης φέρνει στα ζάρια αριθμούς αντίστοιχους προς θέσεις που κατέχονται από τα πούλια τού αντιπάλου 2. γενικά η αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως που εισήχθη στην… …   Dictionary of Greek

  • ερευθοφοβία — και ερυθροφοβία, η ιατρ. νευρική πάθηση κατά την οποία οι πάσχοντες συγκινούνται πολύ εύκολα και κατέχονται συνεχώς από τον φόβο μήπως κοκκινίσουν μπροστά σε άλλα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + φοβία] …   Dictionary of Greek

  • θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • κολεκτιβισμός — Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»