-
1 καταστυγέω
Aκατέστῠγον Il.17.694
:— to be horror-struck, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας l.c.: c.acc., abhor, abominate,κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od.10.113
; : later [tense] aor.κατεστύγησα Eun. VS p.471
D., Apollon.Lex.s.v. κατέστυγε.II causal in [tense] aor. 1 κατέστυξα, make abominable, EM731.26 (but in Hsch. = μισῆσαι). [tense] pf. part. [voice] Pass.κατεστυγημένος Phot.
, Suid.; f.l. - μένως in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστυγέω
См. также в других словарях:
καταστυγώ — καταστυγῶ, έω (AM) 1. αισθάνομαι φρίκη, κατατρομάζω, φρίττω 2. μισώ κάτι πάρα πολύ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι 3. (αόρ. α ) κατέστυξα (μτβ.) φόβισα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυγῶ «μισώ, βδελύσσομαι»] … Dictionary of Greek