Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κατέργω

См. также в других словарях:

  • κατέργω — (Α) ιων. τ. βλ. κατείργω* …   Dictionary of Greek

  • κατέργῳ — κάτεργος worked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… …   Dictionary of Greek

  • κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»