-
1 κατ-είργω
κατ-είργω, ion. κατέργω, einschließen, einsperren, zusammendrängen; ἐς τὰς νέας κατέρξαν Her. 5, 63; κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀϑηναίους 6, 102, trieben sie sehr in die Enge; κατεῖργον αὐτοὺς πολέμῳ Thuc. 6, 6; pass., 4, 98, vgl. 1, 76; gezwungen werden, D. Hal. 5, 67; ὅρκοις, verpflichtet werden, 6, 45; – verhindern, ἄνδρας κατείργοντας νεκροὺς τάφου λαχεῖν Eur. Suppl. 308, vgl. Alc. 255; Sp., neben πιέζω Plut. Thes. 6; einschränken, τὴν φιλαρχίαν Pomp. 53.
См. также в других словарях:
κατέργω — (Α) ιων. τ. βλ. κατείργω* … Dictionary of Greek
κατέργῳ — κάτεργος worked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… … Dictionary of Greek
κατείργω — κατείργω, ιων. τ. κατέργω και κατέργνυμι, αττ. τ. καθείργω και καθείργνυμι (Α) 1. κλείνω σε κάποιο μέρος, κλείνω μέσα («κατεργνῡσι ἐς μέσα τὰ φρύγανα», Ηρόδ.) 2. μτφ. περιστέλλω, περιορίζω («ἡ... κατείργουσα τῶν ἀνδρῶν τὴν φιλαρχίαν», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek