-
1 κατα-πέτομαι
κατα-πέτομαι (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8.
-
2 καταπετομαι
(fut. καταπτήσομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατέπτατο, aor. 2 κατέπτην, part. καταπτάμενος; aor. 2 med. κατεπτόμην, conjct. κατάπτωμαι; aor. pass. κατεπετάσθην) налетать с высоты, слетать вниз Her., Arph., Arst., Diod., Luc. -
3 καταπέτομαι
A fly down: [tense] fut.καταπτήσομαι Luc.Prom.2
: [tense] aor. , al. codd.; part.καταπτάμενος Hdt.3.111
(v.l. -πετομένας, -πετεωμένας), Ar.V.16, Av. 1624 codd.; subj. and opt. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Luc.Icar.13, Bis Acc.8: [tense] aor. 2 [voice] Act. κατέπτην, part. , Ph.2.318, Luc.Charid.7, Porph. Abst.1.25: [tense] pf.κατέπτηκα Men.Kol.39
: [tense] aor. 1 [voice] Pass.κατεπετάσθην LXXPr.27.8
, D.S.2.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπέτομαι
-
4 καταπτήσσω
κατα - πτήσσω, aor. 1 part. καταπτήξᾶς, aor. 2 κατέπτην, 3 du. καταπτήτην: crouch down, cower with fear, Il. 8.136.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταπτήσσω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский