-
1 κατα-νεύω
κατα-νεύω (s. νεύω), zuwinken, um Etwas zu verheißen u. zuzusichern, bestätigen, wie bes. Zeus sein Versprechen durch Kopfnicken bestätigt; τῇ σ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον Il. 1, 558, wie 524 εἰ δ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι, ὄφρα πεποίϑῃς; neben ὑπέστην 4, 267; c. accus., ὅτι μοι πρόφρων κατένευσε Κρονίων νίκην καὶ μέγα κῦδος 8, 175; mit dem inf., ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσϑαι, daß ich zurückkehren solle, 2, 112; Ζεὺς κατένευσέ οἱ χαίταις Pind. N. 1, 14, vgl. 5, 34; Ar. Eccl. 72; in Prosa, κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει Her. 9, 111; κατένευσε u. κατανεύσομαι Plat. Euthyd. 277 c Rep. I, 350 e; κατανεύσας ἥξειν Pol. 22, 22, 5; κατένευεν αὐτῷ προϊέναι, er gab ihm ein Zeichen, vorzugehen, 39, 1, S; vgl. Od. 15, 463. – Sp. auch = nach unten kehren, hangen lassen, κεφαλήν, Poll. 1, 205, von müden Pferden. – P. Form καννεύσας für κατανεύσας, Od. 15, 464. – [Od. 9, 490 steht κατᾱνεύων.]
См. также в других словарях:
κατένευσε — κατανεύω nod assent aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεύω — (AM κατανεύω) κινώ το κεφάλι προς τα κάτω σε ένδειξη συμφωνίας, συναινώ, συγκατατίθεμαι («κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει», Ηρόδ.) μσν. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω μσν. αρχ. 1. έχω κλίση προς τα κάτω («ἐπειδὰν κατανεύση τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.) 2. υπόσχομαι … Dictionary of Greek
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek
κατένευσ' — κατένευσα , κατανεύω nod assent aor ind act 1st sg κατένευσε , κατανεύω nod assent aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)