-
1 κατά-στημα
κατά-στημα, τό, Stellung, Stand, Lage u. Beschaffenheit des Staates, τὸ Λακωνικόν Pol. 6, 50, 2; von der Luft, κατάστημα κινούμενον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις, vom Winde, Polyaen. 5, 12, 3; τὸ κατὰ μέϑην κατ. Ath. II, 38 e; Plut. Marcell. 23 u. a. Sp.
-
2 κατάστημα
κατά-στημα, τό, Stellung, Stand, Lage u. Beschaffenheit des Staates; von der Luft, κατάστημα κινούμενον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις, vom Winde -
3 καταστημα
- ατος τό1) состояние, свойство(τοῦ σώματος Plut.)
ὡσαύτως ἐν καταστήματι NT. — как подобает (их) состоянию;τὸ σύνηθες κ. Plut. — обычное состояние2) организация, устройство, конституция(Λακωνικόν Polyb.)
3) состояние погоды(θερινόν Plut.)
См. также в других словарях:
στήμα — το / στῆμα, ήματος, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. το κοράκι αρχ. 1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου 2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας 3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα β) ο στήμονας τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek