-
1 κατά-πλεος
κατά-πλεος, auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαϑέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
-
2 κατάπλεος
κατά-πλεος, ganz angefüllt, τινός. Auch = voll, beschmutzt -
3 γραμμα
I.ἡ дор. Theocr. = γραμμή См. γραμμηII.- ατος τό1) черта, линия; рисунок(ὑφανταὴ γράμμασι ὑφαί Eur.; γράμμασιν τὰ ὀνόματα ἀπεικάζειν Plat.)
2) письменный знак, буква3) знак числа, цифра(ὧραι γράμμασι δεικνύμεναι Anth.)
4) музыкальный знак, нота5) математический чертеж Diog.L.6) изображение, картина(ζῳογράφοι γράμματ΄ ἔγραψαν Theocr.)
7) pl. алфавит, письменность8) pl. умение читать и писать, грамота(γράμματα διδάσκειν Dem. или παιδεύειν Arst.)
9) преимущ. pl. надпись, письмена10) pl. письменное послание, письмоὅ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. — письмоводитель, писец, секретарь11) pl. запись, перечень, список (sc. τῶν ἐν ἑκάστῃ τῇ ἁμάξη χρημάτων Xen.)12) pl. письменные документы(τὰ δημόσια γράμματα Dem.)
τούτων τὰ γράμματα ἀπέδειξεν Lys. — в доказательство этого он представил документы13) pl. государственные акты, указы, грамоты(γράμματα καὴ νόμοι Plat., Arst.; φυλάττειν τὰ γράμματα καὴ τὰ ψηφίσματα Arst.)
οἱ κατὰ τὰ γράμματα νόμοι Arst. — писаные законы14) pl. писаное правило(κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arst.)
15) преимущ. pl. сочинение, книга(γράμματα ποιητῶν τε καὴ σοφιστῶν Xen.; τὸ γ. Ἀντιμάχου Anth.)
16) науки, просвещение(γραμμάτων ἄπειρος Plat.)
См. также в других словарях:
περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται … Dictionary of Greek
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek