-
1 κατάχρους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάχρους
См. также в других словарях:
κατάχρους — κατάχρους, ουν (Α) επιγρ. εύχρους*, εύχρωμος, με ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρους (< χροῡς «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρους, σύγ χρους] … Dictionary of Greek