-
1 καταχρέως
κατάχρεοςinvolved in debt: adverbialκατάχρεοςinvolved in debt: masc /fem acc pl (doric) -
2 κατά-χρεος
κατά-χρεος, att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.
-
3 κατάχρεος
η, ο [ος, ον ], κατάχρεωμένος, η, ο, κατάχρεως, ως, ων обременённый долгами, запутавшийся в долгах, кругом в долгу
См. также в других словарях:
κατάχρεως — (Α) βλ. κατάχρεος … Dictionary of Greek
καταχρέως — κατάχρεος involved in debt adverbial κατάχρεος involved in debt masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek