-
1 καταστεγάζω
A cover over, ῥιψὶ [τὸν νεκρόν] Hdt.4.71, cf. Pl.Criti. 115e;κ. τάφρον χόρτῳ Arist.HA 603a5
; roof over, IG22.463.52:— [voice] Pass., Gp.13.14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστεγάζω
-
2 καταστέγασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέγασμα
-
3 καταστεγνόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστεγνόομαι
-
4 κατάστεγνος
κατάστεγ-νος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστεγνος
-
5 κατάστεγος
A covered in, roofed,αὐλαὶ κατάστεγοι Hdt.2.148
;ἐν τῷ κ. δρόμῳ Pl.Euthd. 273a
; [ νεοττιαὶ ἀλκυόνος] Arist.HA 616a25, cf. Men. Sam.76, Ph.Bel.80.32, Plb.9.41.9;ὁδοί Lib.Or.9.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστεγος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский