-
1 κατάσκοπος
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc nom sg -
2 κατάσκοπος
κατάσκοπος, ου, ὁ (s. two prec. entries; Trag., Hdt. et al.; LXX; TestSim 4:3; Philo; Jos., Ant. 3, 302; 312; 16, 236; Just., D. 111, 4; 113, 1) a spy Hb 11:31; Js 2:25 v.l.; 1 Cl 12:2, 4 (cp. Josh 2:3) κ. τῆς γῆς B 12:9.—DELG s.v. σκέπτομαι. M-M. TW. -
3 κατάσκοπος
κατάσκοπ-ος, ὁ,A one who reconnoitres, scout, spy, Hdt.1.100, 112, al.; ; πεμφθεὶς Ἰλίου κ. ib. 505, cf. Hec. 239, Th.6.63;τριήρεις πέμψαι κ. Plu.Lys.10
;τῶν λόγων κ. Ar.Th. 588
, cf. X.Cyr.6.1.31; .2 examiner, inspector, Th.4.27, cf.8.41; Fouilles de l'Institut Français d'Arch. Orientale du Caire .p.74: metaph.,κ. βίου Secund.Sent.7
.II κατάσκοπος, ον, closely covered, Sch. Opp.H.3.636 (sed leg. - σκεπος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάσκοπος
-
4 κατάσκοπος
-ου + ὁ N 2 6-2-0-0-2=10 Gn 42,9.11.14.16.31 -
5 κατάσκοπος
spyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατάσκοπος
-
6 κατασκόπω
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc nom /voc /acc dualκατάσκοποςone who reconnoitres: masc gen sg (doric aeolic)——————κατάσκοποςone who reconnoitres: masc dat sg -
7 κατασκόποις
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc dat pl -
8 κατασκόπου
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc gen sg -
9 κατασκόπους
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc acc pl -
10 κατασκόπων
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc gen pl -
11 κατάσκοπε
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc voc sg -
12 κατάσκοποι
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc nom /voc pl -
13 κατάσκοπον
κατάσκοποςone who reconnoitres: masc acc sg -
14 κατασκόπωι
κατασκόπῳ, κατάσκοποςone who reconnoitres: masc dat sg -
15 διοτήρ
-
16 καταπατητής
A gloss on κατάσκοπος, Sch.E.Hec. 239.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπατητής
-
17 κατάσκεπος
κατάσκεπος, ον,A v. κατάσκοπος 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάσκεπος
-
18 κατασκοπία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκοπία
-
19 σκοπιήτης
A highlander, epith. of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοπιήτης
-
20 σκοπός
A one that watches, one that looks about or after things,παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359
; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου ς. O.1.54;Δάλου 6.59
; Μαγνήτων ς., of Peleus, N.5.27;τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp. 381
(lyr.); alsoσκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215
.2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place ([etym.] σκοπιά) to overlook a country, esp. in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; henceἨέλιον.. θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62
: also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40.3 spy, scout, Il.10.324, 526, 561 (later κατάσκοπος)σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36
, cf. E.Tr. 956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph. 125;σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh. 557
(lyr.).II mark or object on which one fixes the eye,σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6
; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, 11.344; ἀπὸ σ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι, Pl.Tht. 179c, X.Smp.2.10;παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94
; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89;σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27
;ἔκυρσας ὥστε τοξότης.. σκοποῦ A.Ag. 628
;ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant. 1033
; ;ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29
;παραλλάξαι τοῦ σ. καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a
;ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg. 744a
.2 metaph., aim, end, object,οὗτος.. δοκεῖ ὁ σ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg. 507d
;τὴν ἡδονὴν σ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb. 60a
;στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R. 519c
;σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol. 1311a4
, etc.; σκοπός.. nihil praebere 'his little game' is to make no allowance, Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. 11 Ar.Eq.b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ ς. by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον ς. by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάσκοπος — one who reconnoitres masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκοποι — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)