Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατάσκεψις

См. также в других словарях:

  • κατάσκεψις — κατάσκεψις, ἡ (Α) [κατασκέπτομαι] η παρατήρηση, η εξέταση από υψηλότερο σημείο («κατάσκεψις τῶν χωρίων», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κατάσκεψις — careful examination fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκεψιν — κατάσκεψις careful examination fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκέψεως — κατασκέψεω̆ς , κατάσκεψις careful examination fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκέψῃ — κατασκέψηι , κατάσκεψις careful examination fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»