Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατάρτιση

  • 1 κατάρτιση

    [-ις (-εως)] η, κατάρτισμός ο
    1) составление; формирование; организация; 2) подготовка, обучение;

    κατάρτιση είδικών — подготовка, обучение специалистов;

    3) знания, кругозор;

    έχω καλή κατάρτιση — быть очень образованным, иметь широкий кругозор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάρτιση

См. также в других словарях:

  • κατάρτιση — κατάρτιση, η και καταρτισμός, ο 1. ετοιμασία, σχηματισμός: Ασχολείται με την κατάρτιση προγράμματος. 2. προγύμναση, τελειοποίηση σε γνώσεις: Έχει καλή κατάρτιση στα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάρτιση — η (AM κατάρτισις) [καταρτίζω] πνευματική και ηθική συγκρότηση, μόρφωση, αγωγή νεοελλ. 1. παροχή ή απόκτηση ειδικών γνώσεων καί εφοδίων, ειδίκευση (α. «επαγγελματικὴ κατάρτιση» β. «επιστημονική κατάρτιση») 2. συγκρότηση ενός πράγματος («κατάρτιση… …   Dictionary of Greek

  • καταρτίσῃ — καταρτίσηι , κατάρτισις restoration fem dat sg (epic) καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg καταρτίζω adjust fut ind mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • ακυρότητα — (Νομ.). Η νομική πράξη κατά την οποία λείπει κάποιο νομικό ή πραγματικό στοιχείο, που την κάνει νομικά ανύπαρκτη. Η α. διακρίνεται σε απόλυτη (όταν προτείνεται από καθένα που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον καθενός) και σε σχετική (όταν… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάδελτος — Το γραπτό κείμενο που προέκυψε από την κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου σε δώδεκα πίνακες (δέλτους), η οποία έγινε το 451 π.Χ. Η Δ. δημιουργήθηκε με στόχο να αποτελέσει δίκαιο όλων των Ρωμαίων και η κατάρτισή της οφείλεται στις διαμάχες… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»