-
1 κατάρροοι
κατάρροοςdown-flowing: masc nom /voc pl (epic doric ionic) -
2 βηχώδης
βηχώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βηχώδης
См. также в других словарях:
κατάρροοι — κατάρροος down flowing masc nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληγικός — και παραπληκτικός, ή, ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, ή, όν, ΝΑ [παραπληγία / παραπληξία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία 2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek