-
1 καταπρωκτος
-
2 κατάπρωκτος
κατάπρωκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπρωκτος
-
3 καταπρώκτων
κατάπρωκτοςmasc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
κατάπρωκτος — κατάπρωκτος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρωκτός] … Dictionary of Greek
καταπρώκτων — κατάπρωκτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρωκτίζω — (Α) [κατάπρωκτος] καταπυγίζω* … Dictionary of Greek