-
1 καταποσις
-
2 κατάποσις
κατάποσιςgulping down: fem nom sg -
3 κατάποσις
A gulping down, swallowing, Pl.Ti. 80a, Arist. PA 690b28, Gal.10.506;τῆς τροφῆς Aret.CA1.4
;τοῦ Κρόνου τῶν παίδων Sallust.4
(pl.); [ τέχνης] Chrysipp.Stoic.2.257.II gullet, Muson.Fr.18A p.97 H., Epict. Gnom.22, Dsc.3.80, Sor.1.86, Xenocr. ap.Orib.2.58.93, Aret.SD1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάποσις
-
4 κατάποσις
κατά-ποσις, ἡ, das Heruntertrinken, Verschlingen, Verschlucken der Speise. Auch der Schlund, die Kehle -
5 καταπόσει
κατάποσιςgulping down: fem nom /voc /acc dual (attic epic)καταπόσεϊ, κατάποσιςgulping down: fem dat sg (epic)κατάποσιςgulping down: fem dat sg (attic ionic) -
6 καταπόσεις
κατάποσιςgulping down: fem nom /voc pl (attic epic)κατάποσιςgulping down: fem nom /acc pl (attic) -
7 καταπόσεσι
κατάποσιςgulping down: fem dat pl -
8 καταπόσεσιν
κατάποσιςgulping down: fem dat pl -
9 καταπόσιος
κατάποσιςgulping down: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
10 κατάποσιν
κατάποσιςgulping down: fem acc sg -
11 καταπόσεων
καταπόσεω̆ν, κατάποσιςgulping down: fem gen pl -
12 καταπόσεως
καταπόσεω̆ς, κατάποσιςgulping down: fem gen sg (attic)
См. также в других словарях:
κατάποσις — gulping down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσει — κατάποσις gulping down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπόσεϊ , κατάποσις gulping down fem dat sg (epic) κατάποσις gulping down fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεις — κατάποσις gulping down fem nom/voc pl (attic epic) κατάποσις gulping down fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεσι — κατάποσις gulping down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεσιν — κατάποσις gulping down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσιος — κατάποσις gulping down fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποσιν — κατάποσις gulping down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποση — η (Α κατάποσις) [καταπίνω] το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα νεοελλ. φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα τού στόματος διά μέσου τού οισοφάγου στο στομάχι αρχ. το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο… … Dictionary of Greek
ԿՂԿՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c գ. Կղկղելն, եւ իլն. մղումն. διΰλισις defecatio. Մանաւանդ Կլումն, եւ ընկալումն՝ իբր ծծելով, կամ անցանելով ընդ քամոցն ʼի վայր. κατάποσις deglutitio, absorptio. *Բաղկացաւ եւ գոյացաւ մահկանացուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καταπόσεων — καταπόσεω̆ν , κατάποσις gulping down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσεως — καταπόσεω̆ς , κατάποσις gulping down fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)