-
1 κατάξυροι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάξυροι
См. также в других словарях:
κατάξυρος — κατάξυρος, ον (Α) φρ. «κατάξυροι θυρίδες» τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι πολεμίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. κατα ξυρώ] … Dictionary of Greek