-
1 κατάμουτρα
κατάμούτσουνα επίρρ. прямо в лицо; прямо в глаза;του τα λέω κατάμουτρα — говорить откровенно, говорить прямо в лицо
-
2 κατάμουτρα
[катамутра] επίρ в лицо. -
3 αλήθεια
η 1. правда, истина;καθαρή αλήθεια — чистая (сущая) правда;
ούτε ίχνος αλήθείας — ни доли правды;
λέω την αλήθεια κατάμουτρα — говорить правду в глаза;
είναι αλήθεια ότι αυτός... — это правда, что он...;
η αλήθεια είναι πικρή — правда глаза колет;
§ (γιά) να πούμε την αλήθεια — по правде говоря, по правде сказать;
στ· αλήθεια — в самом деле;
στ· αλήθεια έφυγε; — он на самом деле уехал?;
μα την αλήθεια — честное слово;
2. επίρρ. правда, в самом деле; действительно;3. επιφ. 1) да!;αλήθ, δεν σού· πα πώς... — да, я не сказал тебе, что...;
2) неужели?, в самом деле? -
4 κατάμπροστα
επίρρ.1) совсем впереди; напротив; 2) см. κατάμουτρα;του τα ψαλα κατάμπροστα — я ему высказал всё прямо в глаза
См. также в других словарях:
κατάμουτρα — επίρρ. 1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα») 2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τόν πρόσβαλε κατάμουτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα] … Dictionary of Greek
κατάμουτρα — επίρρ. τοπ., στο πρόσωπο, καταμούτσουνα: Την έφαγε κατάμουτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατάμουρα — επίρρ. κατάμουτρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μούρη] … Dictionary of Greek
κατάμπροστα — επίρρ. 1. μπροστά μπροστά («έκατσε κατάμπροστα στη γραμμή») 2. κατά πρόσωπο, κατάμουτρα … Dictionary of Greek
καταμούτσουνα — επίρρ. κατάμουτρα* … Dictionary of Greek
καταπρόσωπα — και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα) επίρρ. 1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου 2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα νεοελλ. με παρρησία μσν. 1. εναντίον κάποιου 2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι 3. απέναντι από κάποιον ή κάτι 4.… … Dictionary of Greek
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
φάτσα — η, Ν 1. πρόσωπο, όψη, ιδίως δυσαρεστημένη 2. συνεκδ. άτομο που γεννά υποψίες, μούτρο («τα βράδια μαζεύονται εκεί κάτι περίεργες φάτσες») 3. (για κτήριο) πρόσοψη 4. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) φάτσα ακριβώς απέναντι 5. φρ. «φάτσα κάρτα» i) κατάμουτρα… … Dictionary of Greek