Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κατάλογος

См. также в других словарях:

  • κατάλογος — enrolment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — ο η αναγραφή ονομάτων κατά σειρά, λίστα: Μου έδωσε τον κατάλογο των μαθητών της τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • КАТАЛОГ —    • Κατάλογος, εκ καταλόγον στρατεύειν. В умеренной демократии, которая установила различные степени участия в государственном управлении на основании большей или меньшей зажиточности, точно так же и правила об отправлении военной службы были… …   Реальный словарь классических древностей

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • Σίλαμπους — Κατάλογος με τις κυριότερες «πλάνες» της εποχής, που κοινοποίησε ο πάπας Πίος IX στις 8 Δεκεμβρίου του 1864, σαν συμπλήρωμα στην εγκύκλιο Κουάντα κούρα. Στις ογδόντα παραγράφους του απαριθμούνται οι «κυριότερες πλάνες και οι ψευτοδιδασκαλίες» που …   Dictionary of Greek

  • καταλόγοις — κατάλογος enrolment masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλόγου — κατάλογος enrolment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλόγους — κατάλογος enrolment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλόγων — κατάλογος enrolment masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»