-
1 каталог
каталог м о κατάλογος \каталог выставки о κατάλογος της έκθεσης* * *мο κατάλογοςкатало́г вы́ставки — ο κατάλογος της έκθεσης
-
2 список
списокм ὁ κατάλογος:\список избирателей ὁ ἐκλογικός κατάλογος, ὁ κατάλογος τών ἐκλογέων \список опечаток κατάλογος πα-ροραμάτων составить \список κάνω κατάλογο. -
3 журнал
1. (периодическое издание) το περιοδικόη περιοδική έκδοση2. (техниче-ской документации) о κατάλογος (τεχνικών εγγράφων) 3. (судовой) мор. το ημερολόγιο (του πλοίου)бортовой ав. - του σκάφουςвахтенный черновой - βάρδιας, πρόχειρο- φυλακής, πρόχειροмашинный мор. - μηχανοστασίου/μηχανής4. (школьный) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > журнал
-
4 спецификация
η προδιαγραφ/ή, η περιγραφή, τα χαρακτηριστικά, η ταξινόμηση, ο προσδιορισμός, ο καθορισμόςотгрузочная - η περιγραφή/ο προσδιορισμός των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спецификация
-
5 справочник
ο κατάλογος, ο οδηγός, το ευρετήριο, το μνημόνιοтелефонный - ο τηλεφωνικός κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справочник
-
6 меню
-
7 перечень
-
8 проспект
I проспект Ι м (улица) η λεωφόρος II проспект II м (перечень) о κατάλογος* * *I м( улица) η λεωφόροςII м( перечень) ο κατάλογος -
9 список
-
10 справочник
справочник м о οδηγός· το εγχειρίδιο (руководство)' телефонный \справочник о τηλεφωνικός κατάλογος* * *мο οδηγός; το εγχειρίδιο ( руководство)телефо́нный спра́вочник — ο τηλεφωνικός κατάλογος
-
11 телефонный
телефонный τηλεφωνικός; \телефонныйая станция о τηλεφωνικός σταθμός; \телефонныйая книга о τηλεφωνικός κατάλογος; \телефонный разговор η τηλεφωνική συνδιάλεξη* * *телефо́нная ста́нция — ο τηλεφωνικός σταθμός
телефо́нная кни́га — ο τηλεφωνικός κατάλογος
телефо́нный разгово́р — η τηλεφωνική συνδιάλεξη
-
12 книга
кни́г||аж τό βιβλίο[ν]:\книга для чтения τό ἀναγνωσματάριο· адресная \книга ὁ κατάλογος διευθύνσεων телефонная \книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος· приходо-расходная \книга τό βιβλίο των ἐσόδων καί ἐξόδων, τό κατάστιχο· справочная \книга τό βιβλίο καταφυγής, ὁ ὁδηγός· \книга записи актов гражданского состояния τό ληξιαρχικό βιβλίο· метрическая \книга τό μη-τρῶον ◊ ему́ и \книгаи в ру́ки αὐτός θά κρίνει. -
13 платежный
платежн||ыйприл τής πληρωμής:\платежныйая ведомость κατάλογος μισθοδοσίας, κατάλογος πληρωμών. -
14 журнал
-а α.1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.
2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•
судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•
- заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•
занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.
-
15 каталог
-а α.κατάλογος•библиотечный - κατάλογος βιβλιοθήκης.
-
16 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
17 список
-ска α.1. αντίγραφο (από το πρωτότυπο, χειρόγραφο)•принять список за подлинник παίρνω (εκλαμβάνω) το αντίγραφο για πρωτότυπο.
2. κατάλογος, κατάσταση•избирательный список εκλογικός κατάλογος.
-
18 справочник
-а α.οδηγός (βιβλίο)• κατάλογος• βοήθημα•карманный справочник οδηγός της τσέπης•
телефонный справочник τηλεφωνικός κατάλογος•
по математике βοήθημα για τα μαθηματικά•
кулинарии οδηγάς μαγειρικής•
технический-τεχνικός οδηγός.
-
19 ведомость
ο κατάλογοςο πίνακαςτο δελτίοη κατάστασητο μητρώοплатежная - см. расчётная -сводная - η αναφορά/έκθεση της οικονομικής κατάστασης- учёта времени затраченного на погрузку и выгрузку судна - см. тайм -шит ведомствоη διεύθυνση, η υπηρεσίαη αρχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ведомость
-
20 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
См. также в других словарях:
κατάλογος — enrolment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
κατάλογος — ο η αναγραφή ονομάτων κατά σειρά, λίστα: Μου έδωσε τον κατάλογο των μαθητών της τάξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
КАТАЛОГ — • Κατάλογος, εκ καταλόγον στρατεύειν. В умеренной демократии, которая установила различные степени участия в государственном управлении на основании большей или меньшей зажиточности, точно так же и правила об отправлении военной службы были… … Реальный словарь классических древностей
αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
Σίλαμπους — Κατάλογος με τις κυριότερες «πλάνες» της εποχής, που κοινοποίησε ο πάπας Πίος IX στις 8 Δεκεμβρίου του 1864, σαν συμπλήρωμα στην εγκύκλιο Κουάντα κούρα. Στις ογδόντα παραγράφους του απαριθμούνται οι «κυριότερες πλάνες και οι ψευτοδιδασκαλίες» που … Dictionary of Greek
καταλόγοις — κατάλογος enrolment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλόγου — κατάλογος enrolment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλόγους — κατάλογος enrolment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλόγων — κατάλογος enrolment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)