-
1 κατάλλαγμα
A s.v. καταλλαγὴν δορός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλλαγμα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 κατάλλαγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλλαγμα