-
121 appropriate
1) κατάλληλος2) οικειοποιούμαι3) σφετερίζομαι -
122 apt
1) επιρρεπής2) κατάλληλος -
123 eligible
1) άξιος2) εκλέξιμος3) εκλόγιμος4) κατάλληλος -
124 suitable
1) βολικός2) κατάλληλος3) πρόσφορος -
125 odpowiedni
1) επίκαιρος2) ευπρεπής3) κατάλληλος -
126 stosowny
1) επίκαιρος2) ευπρεπής3) κατάλληλος4) πρέπων -
127 właściwy
1) ευπρεπής2) κατάλληλος3) πρέπων4) σωστός
См. также в других словарях:
κατάλληλος — set over against one another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… … Dictionary of Greek
κατάλληλος — η, ο επίρρ. α χρήσιμος, επιτήδειος, πρόσφορος: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλληλότερον — κατάλληλος set over against one another adverbial comp κατάλληλος set over against one another masc acc comp sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλότατα — κατάλληλος set over against one another adverbial superl κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλότατον — κατάλληλος set over against one another masc acc superl sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλήλω — κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλήλως — κατάλληλος set over against one another adverbial κατάλληλος set over against one another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλληλον — κατάλληλος set over against one another masc/fem acc sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλοτάτη — κατάλληλος set over against one another fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλοτάτην — κατάλληλος set over against one another fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)