-
81 надлежащий
[ναντλιζάστσιϊ] επ πρέπων, κατάλληλος -
82 годиться
гожусь, годишься, ρ.δ. χρειάζομαι, είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω, κάνω•никуда не -ится δεν κάνει για τίποτε•
эти ботинки мне -ятся αυτά τα μποτίνια μου κάνουν (ταιριάζουν στο πόδι μου).
απρόσ. με το αρνητικό μόριο не• не -ится δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν πρέπει, δεν κάνει.εκφρ.годиться в отцы – έχω την ίδια ηλικία με τον πατέρα κάποιου•годиться в сыновья – είμαι συνομήλικος με το γιο κάποιου.... -
83 годный
επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•
вода -ая для питья νερό πόσιμο•
годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•
ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.
-
84 лётный
επ.1. της πτήσης•-ые часы ώρες πτήσης.
|| ευνοϊκός για πτήση•-ая погода κατάλληλος καιρός για πτήση.
2. αεροπορικός, του αεροπόρου•-ая школа σχολή αεροπόρων ή αεροπορίας•
-ое дело αεροναυτική, -ιλία•
-ое поле γήπεδο αερολιμένα.
-
85 ловчий
-ая, -ее επ. της σύλληψης• συλληπτήριος•-ие собаки οι λαγωνίκες, τα λαγωνικά.
|| συλληπτήριος, κατάλληλος για σύλληψη.ουσ. α. παλ. οδηγός κυνηγετικών σκύλων, κυναγωγός. -
86 малопригодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноλίγο κατάλληλος•-ая земля λίγο κατάλληλη γη.
-
87 малоприспособленный
επ., βρ: -лен, -ленна, -ленноλίγο προσαρμοσμένος, -κατάλληλος. -
88 надлежащий
επ. (γραπ. λόγος) πρέπων, αρμόζων, δέων, προσήκων, πρεπόύμενος• ενδεικνυόμενος, ενδεδειγμένος•принять -ие меры παίρνω ενδεικνυόμενα μέτρα•
оказывать кому -ее почтение δείχνω τον προσήκοντα σεβασμό σε κάποιον•
- им образом ή по -ему όπως πρέπει, όπως αρμόζει, δεόντως, πρεπούμενα•
надлежащий человек на -ем месте ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
-
89 подходящий
επ. από μτχ.κατάλληλος• επίκαιρος•наступил подходящий момент έφτασε η κατάλληλη στιγμή.
-
90 привальный
επ.κατάλληλος για αγκυροβόληση. -
91 пригодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно. κατάλληλος, πρόσφορος• χρήσιμος, ωφέλιμος•земля -ая для обработки κατάλληλη γη για καλλιέργεια.
-
92 пристойный
επ., βρ: -стоен, -стоина, -оευπρεπής, εύκοσμος• πρεπούμενος, που αρμόζει, που ταιριάζει. || παλ. βολικός, κατάλληλος. -
93 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
94 санный
επ.του ελκήθρου, ολισθητήρ ιος. || κατάλληλος για ελκηθροδρομία•-путь ελκη-θρόδρομος.
-
95 сиротский
επ.του ορφανού•-ая печаль η θλίψη του ορφανού•
сиротский дом ορφανοτροφείο.
εκφρ.- ая зима – μαλακός χειμώνας (κατάλληλος για τα ορφανά). -
96 скотопригодный
επ.κατάλληλος για κτήνη. -
97 соответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -оμε δοτ. (γραπ. λόγος) αντίστοιχος• ανάλογος. || κατάλληλος, πρόσφορος• που αρμόζει, που ταιριάζει. -
98 спорый
επ., βρ: спор, -а, -оγρήγορος, βιαστικός• δραστήριος. || βολικός, πρόσφορος, κατάλληλος • ταιριαστός. || αποτελεσματικός, αποδοτικός. || (απλ.) ευκολοδιαβρεκτικός ή ευκολοκαλυπτικός (για βροχή, χιόνι). -
99 способный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•способный к труду ικανός για δουλειά•
он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•
он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•
способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.
2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος. -
100 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.
См. также в других словарях:
κατάλληλος — set over against one another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… … Dictionary of Greek
κατάλληλος — η, ο επίρρ. α χρήσιμος, επιτήδειος, πρόσφορος: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλληλότερον — κατάλληλος set over against one another adverbial comp κατάλληλος set over against one another masc acc comp sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλότατα — κατάλληλος set over against one another adverbial superl κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλότατον — κατάλληλος set over against one another masc acc superl sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλήλω — κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλήλως — κατάλληλος set over against one another adverbial κατάλληλος set over against one another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλληλον — κατάλληλος set over against one another masc/fem acc sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλοτάτη — κατάλληλος set over against one another fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλληλοτάτην — κατάλληλος set over against one another fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)