Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατάλληλος

  • 81 надлежащий

    [ναντλιζάστσιϊ] επ πρέπων, κατάλληλος

    Русско-эллинский словарь > надлежащий

  • 82 годиться

    гожусь, годишься, ρ.δ. χρειάζομαι, είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω, κάνω•

    никуда не -ится δεν κάνει για τίποτε•

    эти ботинки мне -ятся αυτά τα μποτίνια μου κάνουν (ταιριάζουν στο πόδι μου).

    απρόσ. με το αρνητικό μόριο не• не -ится δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν πρέπει, δεν κάνει.
    εκφρ.
    годиться в отцы – έχω την ίδια ηλικία με τον πατέρα κάποιου•
    годиться в сыновья – είμαι συνομήλικος με το γιο κάποιου....

    Большой русско-греческий словарь > годиться

  • 83 годный

    επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•

    семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•

    вода -ая для питья νερό πόσιμο•

    годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•

    ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > годный

  • 84 лётный

    επ.
    1. της πτήσης•

    -ые часы ώρες πτήσης.

    || ευνοϊκός για πτήση•

    -ая погода κατάλληλος καιρός για πτήση.

    2. αεροπορικός, του αεροπόρου•

    -ая школа σχολή αεροπόρων ή αεροπορίας•

    -ое дело αεροναυτική, -ιλία•

    -ое поле γήπεδο αερολιμένα.

    Большой русско-греческий словарь > лётный

  • 85 ловчий

    -ая, -ее επ. της σύλληψης• συλληπτήριος•

    -ие собаки οι λαγωνίκες, τα λαγωνικά.

    || συλληπτήριος, κατάλληλος για σύλληψη.
    ουσ. α. παλ. οδηγός κυνηγετικών σκύλων, κυναγωγός.

    Большой русско-греческий словарь > ловчий

  • 86 малопригодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    λίγο κατάλληλος•

    -ая земля λίγο κατάλληλη γη.

    Большой русско-греческий словарь > малопригодный

  • 87 малоприспособленный

    επ., βρ: -лен, -ленна, -ленно
    λίγο προσαρμοσμένος, -κατάλληλος.

    Большой русско-греческий словарь > малоприспособленный

  • 88 надлежащий

    επ. (γραπ. λόγος) πρέπων, αρμόζων, δέων, προσήκων, πρεπόύμενος• ενδεικνυόμενος, ενδεδειγμένος•

    принять -ие меры παίρνω ενδεικνυόμενα μέτρα•

    оказывать кому -ее почтение δείχνω τον προσήκοντα σεβασμό σε κάποιον•

    - им образом ή по -ему όπως πρέπει, όπως αρμόζει, δεόντως, πρεπούμενα•

    надлежащий человек на -ем месте ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

    Большой русско-греческий словарь > надлежащий

  • 89 подходящий

    επ. από μτχ.
    κατάλληλος• επίκαιρος•

    наступил подходящий момент έφτασε η κατάλληλη στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > подходящий

  • 90 привальный

    επ.
    κατάλληλος για αγκυροβόληση.

    Большой русско-греческий словарь > привальный

  • 91 пригодный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно. κατάλληλος, πρόσφορος• χρήσιμος, ωφέλιμος•

    земля -ая для обработки κατάλληλη γη για καλλιέργεια.

    Большой русско-греческий словарь > пригодный

  • 92 пристойный

    επ., βρ: -стоен, -стоина, -о
    ευπρεπής, εύκοσμος• πρεπούμενος, που αρμόζει, που ταιριάζει. || παλ. βολικός, κατάλληλος.

    Большой русско-греческий словарь > пристойный

  • 93 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 94 санный

    επ.
    του ελκήθρου, ολισθητήρ ιος. || κατάλληλος για ελκηθροδρομία•

    -путь ελκη-θρόδρομος.

    Большой русско-греческий словарь > санный

  • 95 сиротский

    επ.
    του ορφανού•

    -ая печаль η θλίψη του ορφανού•

    сиротский дом ορφανοτροφείο.

    εκφρ.
    - ая зима – μαλακός χειμώνας (κατάλληλος για τα ορφανά).

    Большой русско-греческий словарь > сиротский

  • 96 скотопригодный

    επ.
    κατάλληλος για κτήνη.

    Большой русско-греческий словарь > скотопригодный

  • 97 соответственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о
    με δοτ. (γραπ. λόγος) αντίστοιχος• ανάλογος. || κατάλληλος, πρόσφορος• που αρμόζει, που ταιριάζει.

    Большой русско-греческий словарь > соответственный

  • 98 спорый

    επ., βρ: спор, -а, -о
    γρήγορος, βιαστικός• δραστήριος. || βολικός, πρόσφορος, κατάλληλος • ταιριαστός. || αποτελεσματικός, αποδοτικός. || (απλ.) ευκολοδιαβρεκτικός ή ευκολοκαλυπτικός (για βροχή, χιόνι).

    Большой русско-греческий словарь > спорый

  • 99 способный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно.
    1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•

    способный к труду ικανός για δουλειά•

    он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•

    он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•

    способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.

    2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος.

    Большой русско-греческий словарь > способный

  • 100 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

См. также в других словарях:

  • κατάλληλος — set over against one another masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… …   Dictionary of Greek

  • κατάλληλος — η, ο επίρρ. α χρήσιμος, επιτήδειος, πρόσφορος: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλληλότερον — κατάλληλος set over against one another adverbial comp κατάλληλος set over against one another masc acc comp sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλληλότατα — κατάλληλος set over against one another adverbial superl κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλληλότατον — κατάλληλος set over against one another masc acc superl sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλλήλω — κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάλληλος set over against one another masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλλήλως — κατάλληλος set over against one another adverbial κατάλληλος set over against one another masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλληλον — κατάλληλος set over against one another masc/fem acc sg κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλληλοτάτη — κατάλληλος set over against one another fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλληλοτάτην — κατάλληλος set over against one another fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»