Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατάκρως

См. также в других словарях:

  • κατάκρως — κάτακρος adverbial κάτακρος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτακρος — κάτακρος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ο ακρότατος 2. (το ουδ. ως επίρ.) κατάκρον στο ακρότατο σημείο. επίρρ... κατάκρως (AM) πάρα πολύ, παντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ακρος (< ἄκρος), πρβλ. έπ ακρος, ύπ ακρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»