-
1 κατάκρας
κατ-άκρας, gänzlich, ganz u. gar, heftig -
2 κατ-άκρης
-
3 κατά-κρηθεν
κατά-κρηθεν, auch κατα-κρῆϑεν betont, bei Hom. richtiger κατὰ κρῆϑεν geschrieben; Τρῶας δὲ κατὰ κρῆϑεν λάβε πένϑος Il. 16, 548, vom Kopf her, von oben herab; δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆϑεν χέε καρπόν Od. 11, 588; κατάκρηϑεν κεκαλυμμένη H. h. Cer. 182; κατάκρηϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 754. Vgl. ἀπὸ κρῆϑεν, Hes. Sc. 7. In der Stelle der Il. heißt es »Trauer ergriff die Troer ganz u. gar«, wie auch wir sagen »vom Kopf bis zu den Füßen«. Vgl. auch κατάκρας, mit dem es zusammenhangen könnte, wenn ἄκρηϑεν vorkäme. S. Lob. Phryn. 48.
См. также в других словарях:
κατάκρας — (Α, ιων. τ. κατάκρης) επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας] … Dictionary of Greek
κατάκρας — ἄκρα highest poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκρης — (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. κατάκρας … Dictionary of Greek