-
1 κατάγραπτος
κατάγραπτοςstriped: masc /fem nom sg -
2 κατάγραπτος
κατά-γραπτος, ον,A striped, variegated, Περσικά, σῦκα, ἀμύγδαλα, Gp.10.14 tit., 47 tit., 60 tit., cf. Eust.852.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγραπτος
-
3 κατάγραπτα
κατάγραπτοςstriped: neut nom /voc /acc pl -
4 κατάγραπτοι
κατάγραπτοςstriped: masc /fem nom /voc pl -
5 κατάγραφος
κατάγρᾰφ-ος, ον,A = κατάγραπτος, Alex.Mynd. ap. Ath.9.387f, Dsc.3.156, Luc.Alex.12, Hippiatr.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγραφος
См. также в других словарях:
κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… … Dictionary of Greek
κατάγραπτος — striped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγραπτα — κατάγραπτος striped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγραπτοι — κατάγραπτος striped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγραφος — η, ο (AM κατάγραφος, ον) [καταγράφω] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάγραφα ζωγραφικές αναπαραστάσεις «κατά κρόταφον», προφίλ ή επιβραχύνσεις τών σωμάτων ή τών μελών μσν. αρχ. ο ζωγραφισμένος αρχ. 1. ο κατάγραπτος, ο ραβδωτός 2. ζωγραφισμένος σε… … Dictionary of Greek