Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατάγραπτος

См. также в других словарях:

  • κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κατάγραπτος — striped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγραπτα — κατάγραπτος striped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγραπτοι — κατάγραπτος striped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγραφος — η, ο (AM κατάγραφος, ον) [καταγράφω] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάγραφα ζωγραφικές αναπαραστάσεις «κατά κρόταφον», προφίλ ή επιβραχύνσεις τών σωμάτων ή τών μελών μσν. αρχ. ο ζωγραφισμένος αρχ. 1. ο κατάγραπτος, ο ραβδωτός 2. ζωγραφισμένος σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»