-
1 κατά-γλωττος
κατά-γλωττος, od. κατάγλωσσος, geschwätzig, Gell. N. A. 1, 25; – voll seltener od. veralteter Wörter u. Ausdrücke, D. Hal. ind. Thuc. 53 τὸ κατάγλωσσον τῆς λέξεως καὶ ξένον καὶ ποιητικόν, κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα Crates grammat. ep. (XI, 218); vgl. Luc. Lex. 25.
-
2 κατάγλωττος
κατά-γλωττος, od. κατάγλωσσος, geschwätzig; voll seltener od. veralteter Wörter u. Ausdrücke
См. также в других словарях:
κατάγλωττος — κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, ον (Α) 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγ… … Dictionary of Greek