Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατάγλωσσος

См. также в других словарях:

  • κατάγλωττος — κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, ον (Α) 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»