-
1 κατάγλισχρος
κατάγλισχρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγλισχρος
-
2 κατάγλισχρος
-
3 κατάγλισχρον
κατάγλισχροςviscous: masc /fem acc sgκατάγλισχροςviscous: neut nom /voc /acc sg -
4 κατάγλισχροι
κατάγλισχροςviscous: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κατάγλισχρος — κατάγλισχρος, ον (Α) ο πολύ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλισχρός (< γλίσχρος «πενιχρός, κολλώδης»), πρβλ. περί γλισχρος, υπό γλισχρος] … Dictionary of Greek
κατάγλισχρον — κατάγλισχρος viscous masc/fem acc sg κατάγλισχρος viscous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγλισχροι — κατάγλισχρος viscous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλισχρεύομαι — (Μ) [κατάγλισχρος] είμαι πολύ φειδωλός … Dictionary of Greek