Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατάγλισχρος

См. также в других словарях:

  • κατάγλισχρος — κατάγλισχρος, ον (Α) ο πολύ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλισχρός (< γλίσχρος «πενιχρός, κολλώδης»), πρβλ. περί γλισχρος, υπό γλισχρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάγλισχρον — κατάγλισχρος viscous masc/fem acc sg κατάγλισχρος viscous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγλισχροι — κατάγλισχρος viscous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλισχρεύομαι — (Μ) [κατάγλισχρος] είμαι πολύ φειδωλός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»