Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατʼ+ἰδίαν

  • 41 ἄγνοια

    ἄγνοια, ας, ἡ (since Aeschyl. and Thu. 8, 92, 11; ins, pap, LXX, Test12Patr, JosAs; EpArist 130; Philo; Jos., Bell. 4, 29, Ant. 18, 335, C. Ap. 1, 73; Just.; Tat. 7, 3; ἀγνοιῶν14, 1; Ath.; Mel. HE 4, 26, 10)
    in a gener. sense lack of information about someth., ignorance (Aeschyl. et al.) as v.l. for ἀγνωσία= ignorant talk 1 Pt 2:15 P72. But this may belong equally in 2.
    spec. lack of information that may result in reprehensible conduct, ignorance, unawareness, lack of discernment (opp. συνείδησις, γνῶσις, ἐπιστήμη, σοφία). In our lit., of unwareness in relation to deity or of unintentional or involuntary (as opposed to deliberate [cp. Jos., Ant. 11, 130; Philo, Leg. All. 1, 35]) moral lapses. (Cp. Steinleitner ins 14, 3 of one who was unaware that the grove in which he felled trees was sacred to deities; for an OT perspective s. Ps. 18:12 and cp. TestGad 5:7 μετάνοια ἀναιρεῖ τὴν ἄ.).
    of those who condemned Jesus κατὰ ἄγνοιαν ἐπράξατε you acted in ignorance=you were unaware of what you were doing Ac 3:17 (Polyb. 12, 12, 4; κατʼ ἄ. παραπαίειν; Parthenius 9, 8; Plut., Mor. 551e; POxy 237 VIII, 36; BGU 619, 4) ἄχρι τῆς ἀγνοίας as long as he knows nothing of it Hm 4, 1, 5; PtK 2 p. 14, 11; 3 p. 15, 26.—1 Pt 2:15 P72 (s. 1 above).
    almost= sin (so LXX, e.g. Sir 23:3 [in parallelism with ἁμαρτίαι]; 28:7; PsSol 3:8; TestLevi 3:5; TestZeb 1:5; Philo, Ebr. 154ff; cp. Pla., Tht. 176c; Stoic. III, p. 65, 20; Diod S 14, 1, 3 τ. ἰδίαν ἄγνοιαν=one’s own mistaken conduct; Epict. 1, 26, 6; Herm. Wr. 13, 8; 11, 21 ἡ τελεία κακία τὸ ἀγνοεῖν τὸ θεῖον, also 10, 9; PTebt 24, 33 [II B.C.] of evildoers: λήγοντες τῆς ἀγνοίας.—Diod S 4, 11, 2 ἄ. is the “delusion” that drove Heracles to commit murder) IEph 19:3. Of the times when people did not know God τοὺς χρόνους τῆς ἀγνοίας Ac 17:30 (TestGad 5:7 μετάνοια ἀναιρεῖ τὴν ἄ). διὰ τὴν ἄγνοιαν (Diod S 11, 10, 2; SIG 904, 6; cp. Alex. Aphr., Fat. 19, II/2 p. 189, 16 διʼ ἄγνοιαν ἁμαρτάνειν); Eph 4:18. ἐν τῇ ἀγνοίᾳ ὑμῶν 1 Pt 1:14 (some find gnostic usage in the three NT passages cited); 2:15 v.l. (for ἀγνωσία). ἄ. προτέρα Hs 5, 7, 3. The pl. as v.l. for ἀπάταις 2 Pt 2:13.—LCerfaux, RAC I, 186–88. DELG s.v. γιγνώσκω 225. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄγνοια

См. также в других словарях:

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • τετ α τετ — Ν (ξεν.) κατ ιδίαν συνάντηση και συνομιλία δύο προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tete atete «μόνος με κάποιον άλλον, συνάντηση κατ ιδίαν» (< tete «κεφάλι»)] …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • особа — лицо , уже у Ф. Прокоповича, Шафирова (1710 г.) и др. (согласно Смирнову (214), заимств. из польск.), особый, укр., блр. особа – то же, ст. слав. особь κατ᾽ ἰδίαν, χωρίς (Зогр., Мар., Супр.), др. русск., цслав. особѣ seorsim , болг. особа лицо… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • особѣ — (55) нар. 1.Отдельно, обособленно: ови особѣ жити изволѧще. свои къждо пѹть невъзбраньно шьствѹю(т). УСт к. XII, 206; Аще кто свѣнь сборны˫а церкъве. особѣ сбираеть(с) i не радѧ о цр҃кви цр҃квна˫а хотеть творити… да будеть прок(т). КР 1284, 69г;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»