Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καστοριανός

См. также в других словарях:

  • Καστοριανός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής πόλης Καστοριάς ή αυτός που κατάγεται από την Καστοριά …   Dictionary of Greek

  • Καστοριανός ή Καστοριεύς, Μανωλάκης — (17ος αι.). Μεγαλέμπορος γουναρικών και εθνικός ευεργέτης, από την Καστοριά. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, ο οποίος τον τίμησε με τον τίτλο του βασιλικού πρωτογούναρη. Ο Κ. διέθεσε… …   Dictionary of Greek

  • Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • Music of Macedonia (Greece) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»