-
1 καστοριανός
η, ο[ν], καστοριανόςος, ία, ον1) бобровый; 2) бобриковый; 3) замшевый;καστοριανόςνα παπούτσια — замшевая обувь
См. также в других словарях:
Καστοριανός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής πόλης Καστοριάς ή αυτός που κατάγεται από την Καστοριά … Dictionary of Greek
Καστοριανός ή Καστοριεύς, Μανωλάκης — (17ος αι.). Μεγαλέμπορος γουναρικών και εθνικός ευεργέτης, από την Καστοριά. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, ο οποίος τον τίμησε με τον τίτλο του βασιλικού πρωτογούναρη. Ο Κ. διέθεσε… … Dictionary of Greek
Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Music of Macedonia (Greece) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • … Wikipedia
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek