-
1 κασσοποιός
κασσοποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασσοποιός
-
2 κασοποιός
A maker of thick garments, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Ostr. 1616, al. (ii B.C.):—also [full] κασσοποιός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασοποιός
-
3 κασῆς
A skin used as a saddle or horse-cloth, acc. sg.κασᾶν X.Cyr.8.3.8
; acc. dual κασᾶ ib.8.3.7; acc. pl. κασᾶς ib.8.3.6 ( καλέσας codd.), Agatharch.20; nom. sg.κασῆς PTeb.38.22
(ii B. C.); abbreviated in PLond.2.402v5 (ii B.C.): written κασς- by Poll.7.68; cf. κάσσος, κασσοποιός. (Ethiopian word, Agatharch. l. c.; cf. Hebr. kāsāh 'covered'.)
См. также в других словарях:
κασσοποιός — ο (Α κασσοποιός) βλ. κασοποιός … Dictionary of Greek
κασοποιός — ο (Α κασοποιός και κασσοποιός) νεοελλ. κατασκευαστής κασών, κασονιών αρχ. πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ … Dictionary of Greek