-
1 κασαύρα
-
2 κασάνδρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κασάνδρα
-
3 κασαλβάς
κασαλβάς, - άδοςGrammatical information: f.Meaning: `strumpet' (Ar.);Other forms: κασσαβάς EM Also κασωρίς with κασωρεύω (Lyc.) and κασωρῖτις `id.' (Hippon., Antiph.), κασώριον (Ar. Eq. 1285) = κασωρικὸς δόμος (uncertain conj. in Hippon. 74); κασαύρα κασωρίς, πόρνη, also κασαυράς, with κασαυρεῖα (pl.) H. Short form κάσσα (Lyc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Vulgar words. (Hardly connected with κασᾶς s. v.; cf. Lat. scortum and the lit. in W.-Hofmann s. v.). Formation quite unknown; cf. Chantraine Formation 352. - I see no reason whatever to connect κασᾶς `blanket'. Of course, κασ-ωρ- continues κασ-αυρ- (a well known development in Pre-Greek; Fur. 301 n. 32). The form κασαυρ- may continue κασαβ-, with β varying with υ, F. The relation between κασαλβ- and κασαβ- is unclear; Fur. thinks that the λ is secondary (305f), but his evidence is very small. I tend to think that the λ is old. I suggest that κασαλβ- originates from * kasalʷ-, with a labialized l ; the lʷ may have become easily w \> b.Page in Frisk: 1,796-797Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κασαλβάς
См. также в других словарях:
κασαυράς — και κασαύρα, ἡ (Α) βλ. κασαλβάς … Dictionary of Greek
κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… … Dictionary of Greek
λωγάς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον* και εμφανίζει επίθημα ας, άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με… … Dictionary of Greek