-
1 καρίδες
κᾱρίδες, καρίςshrimp (Crangon: fem nom /voc pl -
2 κυρτός
A bulging, swelling,κῦμα Il.4.426
;κύματα κυρτὰ φαληριόωντα 13.799
, cf. Sosicr.2;θάλασσα κυρτὸν ἐπαφρίζῃ Mosch.Fr.1.5
; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτώ humped, Il.2.218, cf. AP11.120;τὸ κ. τῶν ὤμων Jul. Or.6.201b
: hence, hunchbacked, PFay.121.15 (i/ii A.D.);βραχίων κ. πέφυκεν ἐς τὸ ἔξω μέρος Hp.Fract.8
;κ. τροχός E.Ba. 1066
;κυρτὴ κάμηλος Babr.40.2
;καρῖδες Ophel.1
: [comp] Comp.κυρτότερος Phlp. in Ph. 696.26
: [comp] Sup.κυρτότατοι φύλλον Thphr.HP3.10.5
. -
3 ποταμοκαρίδες
A cammariunculi, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταμοκαρίδες
-
4 τιμοκάριδες
A cammariunculi, Gloss.(s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμοκάριδες
-
5 κάμμαρος 1
κάμμαρος 1.Grammatical information: m.Meaning: `kind of crab' (Epich., Sophr., Rhinth., H.; on the meaning cf. Thompson Fishes s. v.), καμμαρίς `id.' (Gal.);.Other forms: κομμάραι η κομάραι καρίδες. Μακεδόνες HOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: - Identified with ONord. humarr, LG. NHG Hummer, (Kretschmer Glotta 22, 103f.: a loan from there?). (Skt. kamáṭha- m. `turle' is not related, s. Mayrhofer KEWA s. v.). - From κάμμαρος Lat. cammarus. - The variation α\/ο points to a Pre-Greek word (which may be a loan from elsewhere).Page in Frisk: 1,772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμμαρος 1
См. также в других словарях:
καρίδες — κᾱρίδες , καρίς shrimp (Crangon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
τιμοκαρίδες — αἱ, Α μικρές γαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τιμή + καρίδες «μικρές γαρίδες»] … Dictionary of Greek
μακρόουρα — (macrura). Υπόταξη των δεκαπόδων μαλακοστράκων καρκινοειδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη και συμμετρική κοιλιά που σκεπάζεται από τον θυρεό. Συνήθως, έχουν μακρύ σώμα, με μακριές αισθητήριες κεραίες και μεγάλο πτερύγιο στην ουρά.… … Dictionary of Greek