Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καρίδιον

См. также в других словарях:

  • καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρίδια — καρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»