-
1 καρύϊνος
-
2 καρύϊνος
См. также в других словарях:
καρύινος — η, ο (AM καρύϊνος, ΐνη, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη στενή στάμνα αρχ. 1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» το καρυδέλαιο, Γαλ.) 2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» οίνος που παραγόταν… … Dictionary of Greek
καρυίνων — καρύινος nut brown fem gen pl καρύινος nut brown masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνη — καρύινος nut brown fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνην — καρύινος nut brown fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνης — καρύινος nut brown fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνου — καρύινος nut brown masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνῃ — καρύινος nut brown fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυίνῳ — καρύινος nut brown masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κάρινος — η, ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, καρυδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καρύινος*] … Dictionary of Greek