Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καρχήσιος

См. также в других словарях:

  • καρχήσιος — καρχήσιος, ὁ (Α) [καρχήσιον] 1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • καρχήσιος — halyards of a ship masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχησίους — καρχήσιος halyards of a ship masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχήσιοι — καρχήσιος halyards of a ship masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχησίοις — καρχήσιον drinking cup neut dat pl καρχήσιος halyards of a ship masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχησίου — καρχήσιον drinking cup neut gen sg καρχήσιος halyards of a ship masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχησίων — καρχήσιον drinking cup neut gen pl καρχήσιος halyards of a ship masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχησίῳ — καρχήσιον drinking cup neut dat sg καρχήσιος halyards of a ship masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχήσιον — drinking cup neut nom/voc/acc sg καρχήσιος halyards of a ship masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»